καισαρίκιος

καισαρίκιος
-ο (Α καισαρίκιος, -ον)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το καισαρίκιο
το στέμμα τών καισάρων χωρίς σφαίρωμα και σταυρό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά καισαρίκια
η χλαμύδα και το στεφάνι με τα οποία ο βασιλιάς περιέβαλλε τον καίσαρα κατά την αναγόρευσή του
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στον καίσαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καισαρ-ικός + -ιος, πρβλ. πατρ-ίκ-ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”